νεκροσκοπείο

νεκροσκοπείο
το
το εργαστήριο τού νεκροσκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π.Κ. Αποστολίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεκροσκοπείο — το ο τόπος όπου γίνεται η εξέταση νεκρού, η νεκροσκοπία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”